Η κολποσκόπηση είναι μία ανώδυνη και αναίμακτη διαγνωστική εξέταση, κατά την οποία μπορεί ο γυναικολόγος να εξετάσει λεπτομερώς τον τράχηλο και τον κόλπο της γυναίκας, με τη βοήθεια ενός οργάνου, που καλείται κολποσκόπιο.
Το κολποσκόπιο αποτελείται από ένα σύστημα μεγεθυντικών φακών υψηλής ευκρίνειας και μία φωτεινή πηγή. Λόγω της ικανότητάς του να δίνει μεγεθυμένη εικόνα προσφέρει τη δυνατότητα λεπτομερούς εξέτασης του τραχήλου της μήτρας, του κόλπου και των έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
Το κολποσκόπιο δεν τοποθετείται μέσα στον κόλπο, αλλά σε απόσταση 10-15 cm από αυτόν.
Eφόσον αναγνωριστούν παθολογικές περιοχές, λαμβάνονται βιοψίες, οι οποίες αποστέλλονται προς ιστολογική εξέταση. Η βιοψία προσφέρει ακριβή διάγνωση αλλά πρέπει να ληφθεί από το σωστό σημείο. Για να πάρουμε βιοψία από τη σωστή περιοχή πρέπει να γίνει κολποσκόπηση.
H συνήθης ένδειξη για κολποσκόπηση είναι η ανεύρεση παθολογίας στο τεστ Παπανικολάου.
Η γυναίκα κάθεται στη γυναικολογική καρέκλα, τοποθετείται ένας κολποδιαστολέας όπως για τη λήψη του τεστ Παπ και αποκαλύπτεται ο τράχηλος. Εν συνεχεία διάλυμα οξικού οξέος ή/και διαλύματος Lugol τοποθετείται στην προς εξέταση περιοχή με βαμβακοφόρο στυλεό.
Αυτά τα διαλύματα χρησιμοποιούνται για να χαρτογραφήσουμε τη βλάβη στον τράχηλο.
Με την επίδραση του οξικού οξέος οι τυχόν παθολογικές περιοχές μετά από λίγα δευτερόλεπτα έως λεπτά αποκτούν μία λευκάζουσα όψη, λόγω της κροκίδωσης των πρωτεϊνών. Αντίθετα με την επίδραση του Lugol οι περιοχές με βλάβη εμφανίζονται λιγότερο ερυθρές (περισσότερο προς το κεραμιδί-πορτοκαλί), λόγω της μικρότερης περιεκτικότητάς τους σε γλυκογόνο.
Αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό και με κάποια άλλα χαρακτηριστικά ευρήματα (μωσαικισμό, διάστιξη, άτυπα αγγεία) αξιολογούνται από τον γιατρό ο οποίος θα αποφασίσει εάν θα προχωρήσει σε λήψη βιοψιών (η οποία γίνεται επί τόπου χωρίς αναισθησία) ή θα ακολουθήσει συντηρητική αγωγή.
Οι παθολογικές περιοχές του τραχήλου ονομάζονται δυσπλασίες και διακρίνονται σε χαμηλού και υψηλού βαθμού.
Οι περισσότερες χαμηλού βαθμού δυσπλασίες υποχωρούν από μόνες τους. Οι υψηλού βαθμού δυσπλασίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται επεμβατικά ανάλογα με τις κατευθυντήριες οδηγίες.
Δεν υπάρχουν επιπλοκές που να σχετίζονται με την κολποσκοπική εξέταση ενώ οι επιπλοκές που σχετίζονται με τη λήψη βιοψιών είναι σπάνιες.
Η αιμορραγία είναι μία απ’ αυτές, η οποία ωστόσο είναι σπάνια και αντιμετωπίζεται εύκολα από τον γυναικολόγο. Άλλες σπανιότερες επιπλοκές είναι ο πυρετός, η φλεγμονή, ο κοιλιακός πόνος.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση πάντως πρέπει να υπάρξει επικοινωνία με τον γυναικολόγο, προκειμένου να υπάρχει σωστή αντιμετώπιση.
Ο γιατρός θα πρέπει να ενημερώσει αναλυτικά την ασθενή για τα ευρήματα κατά την εξέταση.
Εάν γίνει λήψη βιοψιών η γυναίκα πρέπει να ενημερωθεί ότι θα έχει έκκριση καφεοειδών υγρών και ίσως και ελάχιστου αίματος από τον κόλπο για διάστημα 2-3 ημερών και να αποφύγει σεξουαλικές επαφές και χρήση tampon για τις επόμενες 2 εβδομάδες.
Μόλις βγουν τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, θα πρέπει να γίνει νέα συνάντηση με τον γυναικολόγο για ενημέρωση και προγραμματισμό της πιθανά απαιτούμενης αντιμετώπισης.